σμώ — ήω και άω, Α 1. (ενεργ και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.) 2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ… … Dictionary of Greek
σμῷ — σμάω wipe pres opt act 3rd sg σμάω wipe pres opt act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμωδίγγων — σμω̱δίγγων , σμῶδιξ weal fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγα — σμώ̱διγγα , σμῶδιξ weal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγας — σμώ̱διγγας , σμῶδιξ weal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγες — σμώ̱διγγες , σμῶδιξ weal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγι — σμώ̱διγγι , σμῶδιξ weal fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιξ — ώδιγγος, ἡ, Α πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώ χώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού *σμω δ(ο) με το εκφραστικό… … Dictionary of Greek
σμώνη — ἡ, Α καταφορά, ριπή ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
σμώχω — Α 1. τρίβω («καὶ σμώχετ ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.) 2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα χω (πρβλ. σμή χω) … Dictionary of Greek